- μεσοδρομίς
- μεσοδρομίς και μισοδρομίς επίρρ. τοπ., στη μέση του δρόμου, μεσοστρατίς: Το αυτοκίνητο χάλασε μεσοδρομίς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεσοδρομίς — και μισοδρομίς και μεσοδρομιάς επίρρ. 1. στο μέσο τής πορείας, στα μισά τού δρόμου, αλλ. μεσοστρατίς, μεσόδρομα 2. στα κατάμεσα τού δρόμου, αλλ. μεσόστρατα («πετούν τα σκουπίδια τους μεσοδρομίς») 3. μτφ. στο μέσο χρονικού διαστήματος ή ενέργειας… … Dictionary of Greek
μισοδρομίς — μεσοδρομίς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσοστρατίς — και μεσόστρατα (Μ μεσοστρατίς και μισοστρατίς και μεσόστρατα) επίρρ. στη μέση τού δρόμου ή τής διαδρομής, μεσοδρομίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσοστράτι + επιρρμ. κατάλ. ίς* (πρβλ. μεσοδρομ ίς). Ο τ. μεσόστρατα πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *μεσόστρατος] … Dictionary of Greek
μισοδρομίς — επίρρ. βλ. μεσοδρομίς … Dictionary of Greek